- ἀτεραμνότης
- ἀτεραμν-ότης, ητος, ἡ,A stubbornness; ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν slowness to germinate, Thphr.CP4.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατεραμνότης — ἀτεραμνότης, η (Α) επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
ἀτεραμνότητα — ἀτεραμνότης stubbornness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)